πικρός

πικρός
-ή, -ό / πικρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.)
2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. τραγούδι
θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)
3. (για ήχο) οξύς, δυσάρεστος, διαπεραστικός (α. «πικρή σκουξιά» β. «φθόγγον πικρόν», Ευρ.
γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», Σοφ.)
4. αυτός που φέρνει πίκρα, που προκαλεί θλίψη, οδυνηρός (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ.
β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.
γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ
δ. «πικροὺς γάμους», Ευρ.
ε. «πικρὰν τιμωρίαν», Αισχύλ.)
5. (για λόγους) κακός, προσβλητικός
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πικρά
φάρμακα με πικρή γεύση που διευκολύνουν την πέψη
2. φρ. α) «πικρό άλας» — κοινή ονομασία τού ένυδρου θειικού μαγνησίου
β) «πικρή σήψη» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη σάρκα τού καρπού
γ) «πικρή πηγή» — ιαματική πηγή τής οποίας το νερό περιέχει περισσότερο από ένα γραμμάριο ανά λίτρο διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου
δ) «πικρές ουσίες» — τα πικρά, φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες
ε) «πικρό άλας
κοινή ονομασία φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως άλας τού Έψομ
στ) «πικρό κρεμμύδι» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία σκόροδον το συριγγοειδές φυτό
μσν.-αρχ.
1. οξύς, μυτερός, κοφτερός (α. «κέρας πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ γλωχῑνι»)
2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός (α. «ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῡσι πικρόν», Αισχύλ.
β. «ἐόντος τοῡ Ἀστυάγεος πικροῡ ἐς τοὺς Μήδους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για την οσμή) δυσάρεστος, αψύς («πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ.)
2. πικραμένος, θλιμμένος («κἀνακωκύει πικρᾱς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον», Σοφ.)
3. αδυσώπητος, σκληρός (α. «οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν εἶναι», Αντιφ.
β. «ἀπαραίτητος ἦν καὶ πικρὸς δικαστής», Πολ.).
επίρρ...
πικρώς / πικρῶς ΝΜΑ και πικρά Ν
1. με πίκρα, με βαθύτατη θλίψη (Α. «έκλαψα πικρά» β. «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς», ΚΔ)
2. με πικρό τρόπο, με σκληρότητα, με αυστηρότητα (α. «μού μίλησε πικρά» β. «πικρῶς διέκειτο πρὸς τὸν Ἄρατον», Πολ.)
νεοελλ.
με πίκρα, με πικραμένη ψυχή («πικρά τόν καταράστηκε»)
μσν.-αρχ.
1. με δυσκολία
2. με ακρίβεια, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πικ-ρός, με επίθημα -ρος (πρβλ. νεκ-ρός) και σημ. «οξύς, διαπεραστικός» οδυνηρός», ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *pik- τής ΙΕ ρίζας *peik- με σημ. «σημειώνω, χαράζω, χρωματίζω, μαρκάρω, δείχνω» αλλά και «κεντώ, τρυπώ, κατατρώγω, ερεθίζω» και αντιστοιχεί ακριβώς, ως προς τη μορφή, με το αρχ. σλαβ. pĭstrŭ «παρδαλός». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ίδιας ρίζας ανάγεται το επίθ. ποικίλος* με σημ. «πολύχρωμος, παρδαλός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. pimšati «κόβω, διασκευάζω, στολίζω», λιθουαν. piĕšti «ζωγραφίζω, σημειώνω», αρχ. σλαβ. pĭsati «γράφω»). Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας, εξάλλου, ανάγεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «πεικόν
πικρόν, πευκεδανόν», ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα ο παράλληλος τ. με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο πίγγαλος* «είδος σαύρας» (πρβλ. λατ. pingo «ζωγραφίζω, ποικίλλω»). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται, τέλος, ο τ. pikereu, που αποδίδει πιθ. το ανθρωπωνύμιο Πικρεύς.
ΠΑΡ. πικραίνω, πικρία, πικρίζω, πικρίς(-ίδα), πικρότης(-ότητα)
αρχ.
πικράς, πικρίδιος, πικρώ, πικρώδης
αρχ.-μσν.
πικράζω
νεοελλ.
πικρίλα, πικρούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. πικρ[ο]. (Β' συνθετικό) άπικρος, γλυκύπικρος, κατάπικρος, πολύπικρος, υπόπικρος
αρχ.
αρίπικρος, βαθύπικρος, διάπικρος, έκπικρος, έμπικρος, επίπικρος, εχέπικρος, θελξίπικρος, οξύπικρος, παράπικρος, υπέρπικρος, φιλόπικρος
νεοελλ.
αλμυρόπικρος, γλυκόπικρος, θεόπικρος, ξινόπικρος, ολόπικρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πικρός — pointed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει πικρή γεύση: Πολλά αγγούρια είναι πικρά. 2. μτφ., λυπηρός, δυσάρεστος, πειραχτικός: Η αλήθεια είναι πικρή, μα πρέπει να λέγεται. – Μου μίλησε πικρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρότερον — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp sg πικρός pointed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτάτων — πικρός pointed fem gen superl pl πικρός pointed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέραις — πικρός pointed fem dat comp pl πικροτέρᾱͅς , πικρός pointed fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρων — πικρός pointed fem gen comp pl πικρός pointed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρως — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρόν — πικρός pointed masc acc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”